Αλιπεδον

Αλιπεδον
    Ἁλίπεδον
    τό Галипед, «Морская равнина» (равнина близ Пирея) Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Αλιπεδον" в других словарях:

  • ἁλίπεδον — plain by the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίπεδον — Η ελώδης έκταση μεταξύ της Αθήνας και του Πειραιά, όπου στρατοπέδευσαν οι Σπαρτιάτες με τον Παυσανία. * * * ἁλίπεδον, το (Α) 1. αμμώδης πεδιάδα κοντά στη θάλασσα 2. (γενικά) πεδιάδα, κάμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + πέδον «έδαφος, γη,… …   Dictionary of Greek

  • ἁλιπέδοις — ἁλίπεδον plain by the sea neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιπέδῳ — ἁλίπεδον plain by the sea neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίπεδα — ἁλίπεδον plain by the sea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Άλων λιμάνι — Παλιά ονομασία του μυχού του Πειραιά, κοντά στις τοποθεσίες Αλαί, απ’ όπου προέρχεται και το όνομα Αλίπεδον και Αλμυρίς. Η άποψη όμως αυτή γύρω από τη θέση του λιμανιού αμφισβητείται, γιατί είναι γνωστό ότι o μυχός του Πειραιά λεγόταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»